- πούστικος
- -η, -οαυτός που αναφέρεται ή ανήκει σε πούστη: Πούστικη συμπεριφορά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πούστικος — η, ο, Ν [πούστης] (συν. για τρόπους και συμπεριφορά) αυτός που προσιδιάζει σε πούστη … Dictionary of Greek